“Alone”

From childhood’s hour I have not been
As others were—I have not seen
As others saw—I could not bring
My passions from a common spring—
From the same source I have not taken
My sorrow—I could not awaken
My heart to joy at the same tone—
And all I lov’d—I lov’d alone—
Then—in my childhood—in the dawn
Of a most stormy life—was drawn
From ev’ry depth of good and ill
The mystery which binds me still—
From the torrent, or the fountain—
From the red cliff of the mountain—
From the sun that ’round me roll’d
In its autumn tint of gold—
From the lightning in the sky
As it pass’d me flying by—
From the thunder, and the storm—
And the cloud that took the form
(When the rest of Heaven was blue)
Of a demon in my view—

Ο άνθρωπος μέσα από τη ρέγκα

Ανωμαλού! Ξεφώνισε ο άνθρωπος μέσα από τη ρέγκα κουνώντας διαδοχικά δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του. Του γέλασα. Ένα γέλιο συγκατάβασης και υποθάλπουσας απορίας ...  ποτέ δε μου έδωσες να καταλάβω. Πριν από έναμιση χρόνο αυτή η σχεδόν κραυγή της ανωμαλίας, μου έδινε κάποια χαρά καθώς μου προσέδιδε ένα ξεχωριστό χαρακτήρα απέναντι του... «Όποιος το λέει είναι», σκέφτηκα να του πω μια μέρα, μετά από χρόνια. Όμως μου φάνηκε χαζή ιδέα. Το φαντάστηκα σε συνδυασμό με το χαζοχαρούμενο τρόπο που συνήθιζα να μιλάω στον άνθρωπο και ναι, θα φαινόμουν πραγματικά ανόητη. Όμως λιγάκι το πιστεύω αυτό για τον άνθρωπο μέσα από τη ρέγκα ...

Ήταν 12 το μεσημέρι. Είχα αποκοιμηθεί από τα ξημερώματα σπίτι του ανθρώπου. Ξύπνησα από ένα περίεργο θόρυβο που προέρχονταν μέσα από τις σωληνώσεις του καλοριφέρ και αφού ο ήχος συνέχισε για ώρα πήγα ανήσυχη στο δωμάτιο του να τον ενημερώσω. Και τότε το είδα καθαρά. Είδα τον άνθρωπο μέσα από τη ρέγκα στα τέσσερα και ένα μικροκαμωμένο κουνελάκι να τον χτυπάει με μια σωλήνα του καλοριφέρ στο δεξί και το αριστερό του κωλομέρι.

 Ένιωσα τότε σαν να στάθηκε ¨ολο το βάρος  του κόσμου πάνω μου.

Ο άνθρωπος πάλι ·
φαινόταν σχεδόν χαρούμενος. 

2012